- χελιδονίων
- χελῑδονίων , χελιδόνιονcelandineneut gen plχελῑδονίων , χελιδόνιοςof the swallowfem gen plχελῑδονίων , χελιδόνιοςof the swallowmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PATARORUM urbs — seu Patara nunc Patera, seu Paterea Castaldo. urbs Lyciae, Baudrando in ora maris Pamphylii, prope ostia Xanthi fluv. Patari opus. Strab. l. 14. in qua Apollo 6. hibernis mensibus oracula reddebat. Patria S. Nicolai, Myrae Episcopi. Hinc… … Hofmann J. Lexicon universale
βατταρισμός — ο (AM βατταρισμός) [βατταρίζω] το τραύλισμα μσν. ο τερετισμός των χελιδονιών … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
χελιδονισμός — ὁ, Α [χελιδονίζω] το τραγούδι που έψαλλαν τα παιδιά, από πόρτα σε πόρτα, στην αρχή τού Βοηδρομιώνος στην αρχαία Ρόδο, κρατώντας στεφάνι με ομοίωμα χελιδονιού, για να προϋπαντήσουν τον ερχομό τών χελιδονιών και τής άνοιξης … Dictionary of Greek
χελιδονοφωλιά — η, Ν φωλιά χελιδονιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδόνι + φωλιά. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. χελιδονοφωλεαί, μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Ισιδωρ. Σκυλίτση] … Dictionary of Greek
χελιδόνισμα — το, Ν [χελιδονίζω] παλαιότατο χαρακτηριστικό έθιμο τής 1ης Μαρτίου, κατά το οποίο το πρωί τής ημέρας αυτής παιδιά επισκέπτονται τα σπίτια κατά ομάδες κρατώντας ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδονιού, στολισμένο με άνθη και χλωρά κλαδιά, και τραγουδούν τον … Dictionary of Greek
χιρούντο — το, Ν ζωολ. γένος χελιδονιών, στο οποίο ανήκουν το σταυροχελίδονο και το μιλτοχελίδονο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. λατ. hirundo] … Dictionary of Greek
ψαλιδιστός — ή, ό, Ν [ψαλιδίζω] 1. κομμένος με ψαλίδι 2. αυτός που έχει ψαλιδιές ολόγυρα 3. μτφ. αυτός που μοιάζει να έχει κοπεί με ψαλίδι («η ουρά τών χελιδονιών είναι ψαλιδιστή»). επίρρ... ψαλιδιστά Ν με ψαλίδισμα … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek